πεδαίχμιος

πεδαίχμιος
-ον, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίχμιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταίχμιος — ο (ΑM μεταίχμιος, ον, Α αιολ. τ. πεδαίχμιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταίχμιο α) σημείο διαχωρισμού ανάμεσα σε δύο αντίθετες καταστάσεις («στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου») β) κρίσιμο, επικίνδυνο σημείο μσν. το ουδ. ως ουσ. αβεβαιότητα αρχ …   Dictionary of Greek

  • πεδαίχμιοι — μεταίχμιος between two armies masc/fem nom/voc pl (aeolic) πεδαίχμιος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”